κουροφέξαλα

κουροφέξαλα
και κουραφέξαλα
ασήμαντα, τιποτένια πράγματα, ανόητα λόγια, ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *κουρφόξυλα < κουρφοξυλιά, προϊόν συμφυρμού τών αφροξυλιά και κουφοξυλιά. Ο τ. κουραφέξαλα από αφομοίωση τού -ο- προς τα ακολουθούντα -α-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουροφέξαλα — κουροφέξαλα, τα και κουραφέξαλα, τα ασήμαντα πράγματα, αερολογίες: Μας λες κουραφέξαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουραφέξαλα — τα βλ. κουροφέξαλα …   Dictionary of Greek

  • μπαγκατέλα — Σύμφωνα με την κυριολεκτική σημασία της λέξης (παράγεται από το λατινικό baca = μικρό πράγμα), ο όρος σημαίνει στη μουσική μια σύνθεση σύντομη, εύκολη και ελαφριά. Την εισήγαγε ο Φρανσουά Κουπερέν και έγινε δεκτή επανειλημμένα από τον Μπετόβεν, ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”